- σείω
- ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ' επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ.β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.)2. παθ. σείομαι και σειέμαιυφίσταμαι δόνηση, υφίσταμαι σεισμό (α. «σείστηκε η γη ολόκληρη» β. «Δῆλος... πρῶτα καὶ ὕστατα σεισθεῑσα», Ηρόδ.)νεοελλ.μέσ. σειέμαικουνιέμαι όταν περπατώ ή χορεύω, είμαι κουνιστός και λυγιστός («σειέται και κουνιέται»)αρχ.1. ιατρ. επιφέρω διάσειση2. (αττ. δίκ.) εκβιάζω κάποιον συκοφαντώντας τον για να πάρω χρήματα («ἑτέρους τῶν ὑπευθύνων ἔσειε καὶ ἐσυκοφάντει», Αριστοφ.)3. απρόσ. σείειγίνεται σεισμός4. μέσ. κουνιέμαι, ταλαντεύομαι από μόνος μου5. φρ. «κάρα σείω» — κουνώ το κεφάλι μου ως ένδειξη δυσαρέσκειας.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σείω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *tweis- «ταράζω, διεγείρω, ταρακουνώ» (στην Ελληνική το συμφωνικό σύμπλεγμα *tw- συριστικοποιήθηκε: *tw > *σσ- > σ-, πρβλ. ομηρ. ἐσσείοντο, ἐπισσείω) και συνδέεται με αρχ. ινδ. tveşati «ταρακουνώ», το οποίο στη μέση φωνή tviş έχει σημ. «διεγείρομαι, ανάβω, λάμπω» (βλ. λ. Σείριος). Το σύστημα τού ρ. σείω στηρίζεται στο θ. σει(σ)- (πρβλ. σειστός, σεῖσις, σεισμός, σεῖστρον, σείσων), εκτός από το αρχ. σύνθ. με φωνηεντισμό -ο- δορυ-σσόος (για τα σύνθ. σε -σόος βλ. λ. σεύομαι και σώζω) και τη μτχ. αορ. σιόντα, η ύπαρξη τής οποίας θεωρείται αμφίβολη. Η οικογένεια τού ρ. σείω με γενικότερη σημ. «κινώ κάτι κατ' επανάληψη, ταρακουνώ, ταλαντεύω» χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο τεχνικό λεξιλόγιο προς δήλωση τών δονήσεων τής γης (πρβλ. λ. σεισμός).ΠΑΡ. σείση(-ις), σείσμα, σεισμός, σειστής, σειστός, σείστρο(ν)αρχ.σείσωννεοελλ.σείσιμο.ΣΥΝΘ. (Ασυνθετικό) σεισάχθεια, σεισοπυγίδα(-ίς)αρχ.σεισίχθων, σεισοκέφαλος, σεισόλοφος. (Β' συνθετικό) ανασείω, αποσείω, διασείω, εκσείω, επισείω, κατασείω, υποσείωαρχ.ενσείω, προσείω].
Dictionary of Greek. 2013.